Ο…. παρά οκτώ χρόνια «αιωνόβιος» Σταυράγγελος Γαμβρινός είναι ο ένας από τους δύο μεγαλύτερους σε ηλικία παλαίμαχος ποδοσφαιριστής του Ατρόμητου. Ο άλλος είναι ο συνομήλικός και ακόμη «κολλητός» του Κωνσταντίνος Δούνιας τον οποίο είχε παρουσιάσει πρόσφατα το «Αθλητικό Περιστέρι». Γεννήθηκε στο πολύ μακρινό 1931 και σήμερα στα 92 έτη ζωής όταν τον συναντάς διαπιστώνεις ότι είναι ένας δραστήριος άνθρωπος με καλή σκέψη που η μόνη διαφορά από όλους εμάς είναι τα χρόνια που μας χωρίζουν. Δεν έκανε μεγάλη καριέρα στον Ατρόμητο, οι συμμετοχές του στα δύο χρόνια που φόρεσε τη φανέλα στα τέλη της δεκαετίας του ’50 δεν έχουν καταγραφθεί στην ιστορία. Τον βρίσκουμε πάντως την σεζόν 1949-50 με το όνομα του Σταυράγγελος και όχι με το επίθετό του Γαμβρινός γιατί εκείνα τα χρόνια πολλές φορές οι εφημερίδες κατέγραφαν τους ποδοσφαιριστές ακόμη και με τα «παρατσούκλια» με τα οποία ήταν περισσότερο γνωστοί. Τον συναντήσαμε στον Χολαργό εκεί που κατοικεί μόνιμα από το 1962 όταν παντρεύτηκε. Μας υποδέχθηκε στην είσοδο του φιλόξενου σπιτικού του με σπιρτάδα εφήβου ανεβήκαμε στον Α’ όροφο και προσπαθήσαμε να έρθουμε νοητά στα χρόνια μετά την Κατοχή όταν ήταν 15-16 χρόνων και ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο. Το πρώτο πράγμα που τον ρωτάμε είναι πως προήλθε το όνομα «Σταυράγγελος» με το οποίο βαπτίστηκε: «Οι γονείς μου είχαν διαφωνία και βρήκαν μια κοινή λύση. Ο αδελφός του πατέρα μου Σταύρος είχε σκοτωθεί από τους Τούρκους στη Μικρά Ασία ενώ ο αδελφός της μητέρας μου Άγγελος είχε πεθάνει από λύσσα. Έτσι έγινε το Σταυράγγελος».
Οι γονείς του ήταν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. «Τους έφεραν στον Άγιο Αντώνιο σε μια περιοχή που την ονομάζαμε «Περιβόλια» και στην συνέχεια έγιναν οι παράγκες. Εγώ εκεί γεννήθηκα το 1931 και λίγο μετά την Κατοχή όταν ήμουν 14-15 χρόνων ξεκίνησα να παίζω ποδόσφαιρο μαζί με άλλα παιδιά της ηλικίας μου, δεν είχαμε άλλωστε κάτι άλλο να κάνουμε ποδόσφαιρο ή βόλους. Οι μπάλες μας ήταν από πανί και τα πόδια μας ήταν συνεχώς ματωμένα, νύχια δεν είχαμε. Είχαμε κάνει μια ομάδα που την λέγαμε «Αστραπή» και παίζαμε σε μια αλάνα εκεί που σήμερα είναι τα σχολεία πίσω από τον Άγιο Αντώνιο (σημ: εννοεί το ΙΑ’). Μια μέρα εκεί που παίζαμε ήρθε ένας άνθρωπος που τον είχε στείλει ο Νίκος Τσακίρης και ξεχώρισε εμένα επειδή ήμουν γρήγορος και τον «Κόκο» τον Γιαννακόπουλο και μας πήγε στον Ατρόμητο. Άλλο που δεν θέλαμε. Έτσι σε ηλικία 16-17 ετών βρέθηκα στην Α’ Ομάδα του Ατρόμητου και η χαρά μου ήταν πολύ μεγάλη. Είχαμε ως έδρα ένα γήπεδο που το λέγαμε «Τόλμη» πίσω από την Ευαγγελίστρια χωρίς περίφραξη, αργότερα μπήκαν λαμαρίνες για να κόβει η ομάδα εισιτήρια και να έχει έσοδα. Που και που μας έδιναν κανένα χαρτζιλίκι».
Αφήνουμε τον κύριο Σταυράγγελο να συνεχίσει την αφήγηση του χωρίς να διακόψουμε τον ειρμό του: «Δεν έμεινα πολύ καιρό στον Ατρόμητο γιατί μόλις πέρασα στη Σχολή Ευελπίδων στα 18-19 σταμάτησα. Θα σας πω όμως και το γιατί πήρα την αφορμή να το κάνω. Σε ένα παιχνίδι με τον Εθνικό Αστέρα στην Καισαριανή τραυματίστηκα από κτύπημα αντιπάλου κι επειδή δεν υπήρχε αντικαταστάτης συνέχισα να παίζω κουτσαίνοντας. Διαπίστωσα όμως ότι κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για να γίνω καλά, υπήρχε μια εγκατάλειψη και έτσι άρχισα να απομακρύνομαι. Μπαίνοντας στην Ευελπίδων εντάχθηκα στην ποδοσφαιρική ομάδα και παράλληλα εκπροσωπούσα τον Ελληνικό Στρατό σε αγώνες στίβου επειδή ήμουν καλός στα 100 και 200 μέτρα». Και συνεχίζει ως εξής:« Ο πατέρας μου και η μητέρα μου έμειναν μέχρι το τέλος της ζωής τους στο Περιστέρι, έχουμε ακόμη το διαμέρισμα μας στις Πολυκατοικίες αλλά το έχουμε σκόπιμα ξενοίκιαστο. Οι βόλτες μας εκείνα τα χρόνια ήταν να πάμε κινηματογράφο υπήρχαν ο «Φοίβος», το «Μον Σινιέ», ο «Ορφέας» ή να φάμε γιαούρτι με μέλι στον Γκύζη. Έκανα παρέα με τον πατέρα του Showman Γιώργου Μαρίνου που ήταν περιστεριώτης και είχε φοροτεχνικό γραφείο αλλά πιο πολύ τον ήξερε ο Γιώργος Χατζής με ον οποίο ήμασταν κοντά στην ηλικία εκείνος ήταν στην Αεροπορία. Τον απομάκρυνε θυμάμαι μόλις έμαθε την προσωπική του ζωή. Αποστρατεύτηκα με το βαθμό του Ταξίαρχου». Όσο για το μυστικό της μακροζωίας; «Να μην παίρνουμε τα γεγονότα στα σοβαρά. Να μην σας επηρεάζουν και να προσπαθείτε να τα ξεχάσετε. Να νιώθετε χαρά στη λύπη που σας προκαλούν οι άλλοι, χρειάζεται όμως μια προγύμναση που είναι πολύ απλή: Η προσευχή ανακουφίζει τον άνθρωπο».