«Το όνειρο της Κυριακής»
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ
«Η γειτονιά που μεγάλωσα ήταν μια ωραία γειτονιά. Μεγάλοι χωμάτινοι δρόμοι, με δέντρα και μονοκατοικίες. Έξω από το δικό μου σπίτι υπήρχε κι ένα ρέμα που όσο το θυμάμαι κάθε χειμώνα γίνονταν παγίδα για τα ελάχιστα εκείνη την εποχή αυτοκίνητα καθώς γέμιζε από τα νερά της βροχής και όπως δεν υπήρχε σημοτοδότηση κάθε τόσο έτρεχαν οι μεγάλοι να βάλουν ένα χεράκι για να βγάλουν κάποιο αυτοκίνητο που είχε πέσει μέσα. Αρχές-μέσα και τέλος της δεκαετίας του ’60 το Περιστέρι ήταν ο δικός μου Παράδεισος.
Ρούσβελτ, Κρέσνας, Σκρα, Μυστρά, Λαχανά. Ονόματα δρόμων που για εμάς τους πιτσιρικάδες ήταν δύσκολο ακόμα και να τα προφέρουμε Πολύ περισσότερο να τα θυμόμαστε. Κανείς μας δεν ήξερε το παραμικρό για το Αλβανικό Έπος και κανείς μας δεν καταλάβαινε ποιος και γιατί έδωσε αυτά τα ονόματα στους δρόμους. Και ανάμεσα στους χωμάτινους, χωρίς πεζοδρόμια δρόμους, υπήρχαν οι αλάνες. Τα απογεύματα γέμιζαν να παιδιά και χαρούμενες φωνές. Ποδόσφαιρο μέχρι το ηλιοβασίλεμα όπου αντί το σφύριγμα της λήξης από το διαιτητή είχαμε τις φωνές των μανάδων μας που μέσα από τις αυλές συγχρονίζονταν για να μας μαζέψουν.
Γιωργάαακηηηη, Νίιιικο, Ηλίιιια. Σπίτι γρήγορα. Οι αλάνες άδειαζαν και οι κουζίνες μύριζαν τον ιδρώτα του παιδικού παιχνιδιού ανάκατα με την ηδονική μυρωδιά της κατσαρόλας ή του ταψιού. Λαίμαργο φαγητό, μπάνιο στη σκάφη, διάβασμα και ύπνος.
Η γειτονιά νέκρωνε μέχρι το ξημέρωμα, όπου η εργατούπολη έπαιρνε ξανά ζωή με τα λεωφορεία να μεταφέρουν κόσμο, γεμάτα μέχρι ασφυξίας. Τα παιδιά ξεκίναγαν βαριεστημένα τη μέρα βγαίνοντας σαν τα κοπάδια στους χωματόδρομους μέχρι το σχολείο. Και εκεί στο βάθος των δρόμων λες και ήταν το κέντρο του κόσμου για τις γειτονιές υπήρχε το γήπεδο.
Υπήρχε ο Ατρόμητος. Το όνειρο της Κυριακής. Της μοναδικής αργίας για εργαζόμενους και μαθητές. Ο τεράστιος για τα παιδικά μας μάτια χώρος του γηπέδου με τα πέντε – έξι σκαλοπάτια για εξέδρα στη μια του πλευρά. Και τι χαρά, την Κυριακή που ο Ατρόμητος έπαιζε εδώ, να μαζευτούμε να πάμε στο γήπεδο Αγουροξυπνημένοι οι πιτσιρικάδες, μυρίζαμε την τσίκνα στην αυλή από τους μεζέδες που ετοίμαζαν οι μεγάλοι για το ούζο. Η μάνα ξεκίναγε τη μουρμούρα για το διάβασμα χρησιμοποιώντας πάντα την ίδια απειλή. «Αν δεν διαβάσεις το πρωί δεν θα σε αφήσω να πας στο γήπεδο.
--- «Μα ρε μαμά ακόμα δεν έπλυνα το πρόσωπό μου».
Με ανοικτή την πόρτα και τα βιβλία αραδιασμένα μπροστά, έβλεπα τους μεγάλους να μπαίνουν και να βγαίνουν στην αυλή, απολαμβάνοντας τα μεζεδάκια. Όλη η γειτονιά έμοιαζε με μια τεράστια αυλή. Ο ένας πρόσφερε στον άλλο, τους δικούς του μεζέδες μέχρι να έρθει η ώρα για το μεσημεριανό φαγητό, όπου η κάθε οικογένεια συγκεντρώνονταν στη κουζίνα.
Μέχρι την ώρα του αγώνα. Οι γυναίκες μάζευαν ακόμα τα πιάτα και τίναζαν τα τραπεζομάντιλα καθώς και πατεράδες και παιδιά έπαιρναν το δρόμο για τον Ατρόμητο.
Ο Βαρλάμος, ο Δεληκάρης, ο Ράμφος κατηφόριζαν μαζί μας τους χωματόδρομους και θυμάμαι τον πατέρα μου που τους μίλαγε για τα προβλήματα της γειτονιάς. Εμείς μπαίναμε χωρίς εισιτήριο αλλά δεν θα ξεχάσω ποτέ τις ουρές στους τοίχους του γηπέδου, όπου μέσα από κάτι τρυπούλες, ένας ταμίας προσπαθούσε να εξυπηρετήσει τον κόσμο κόβοντας εισιτήρια.
Οι μεγάλοι κάθονταν στα σκαλιά της τσιμεντένιας κερκίδας αγοράζοντας μαξιλαράκια από άσπρο φενιζόλ. Αγόραζαν και για εμάς αν και ήξεραν ότι θα τα κόβαμε στη μέση και τρίβοντάς τα θα κάναμε το περιβόητο χιόνι, γεμίζοντας τον αέρα με άσπρες μπαλίτσες. Οι πλευρές του γηπέδου που δεν είχαν εξέδρα γέμιζαν από παιδιά που έτρεχαν κλωτσώντας μικρά στρογγυλά πλαστικά μιας παλάμης που ήταν η συσκευασία της πορτοκαλάδας και της λεμονάδας. Έχοντας πιει τα ούζα και τα κρασάκια τους οι πατεράδες εμψύχωναν τους ποδοσφαιριστές όταν έβγιαναν για τροχάδην, το ζέσταμα της εποχής.
Και όταν άρχιζε ο αγώνες, ξεκίναγαν και οι απίστευτοι διάλογοι μεταξύ φιλάθλων και παικτών με μονολόγους βέβαια από την πλευρά των θεατών.
--- «Ρε Γιώργο παίξε λίγη μπάλα γιατί θα σε τρελάνω στη φάπα μετά»
--- «Νικόλα τι έφαγες ρες και δεν μπορείς να πάρεις τα πόδια σου;»
--- «Άγγελε ακόμα στην ταβέρνα είσαι; Άντε έλα στο γήπεδο».
Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι ένθερμοι φίλαθλοι έπαιρναν και απάντηση μέσα από τον αγωνιστικό χώρο. Πίσω από τα κάγκελα παρακολουθούσα με αγωνία. Αυτά τα κάγκελα πάντα με τρόμαζαν. Γιατί ήταν σαν τεράστια ακόντια που οι τρομερές άκρες τους είχαν λυγίσει και κοίταζαν απειλητικά προς την εξέδρα. Περίμενα το ημίχρονο για να κατέβει ο πατέρας μου από την εξέδρα και να μου πάρει μια πλαστική στρογγυλή πλαστική πορτοκαλάδα.
Όχι πως δίψαγα αλλά για να παίξω με τους φίλους μου, καθώς κατά τη διάρκεια του πρώτου ημιχρόνου είχαμε ποδοπατήσει όλα τα πλαστικά μπουκαλάκια.
Όταν οι μεγάλοι επέστρεψαν στην εξέδρα, άδειαζα το υπόλοιπο της πορτοκαλάδας μου και άρχιζα να χτυπάω πέναλτι στο φίλο μου, μπροστά από το κυλικείο του κυρ Κώστα που είχε το μπακάλικο στη γειτονιά μου.
Με αγαπούσε ο κυρ Κώστας, μάλιστα μια φορά όταν άρχιζε το δεύτερο ημίχρονο ανάμεσα στο μέτρημα των εισπράξεων και το μάζεμα των σκουπιδιών, μου έβαζε το ταψί με το υπόλειμμα του σάμαλι, να το φάω με τους φίλους μου. Ο αγώνας τελείωνε αλλά ποτέ δεν φεύγαμε αμέσως, Κάτι οι γκρίνιες, κάτι οι πανηγυρισμοί κάτι οι διαμαρτυρίες μας κράταγαν μέχρι να βγουν από τα αποδυτήρια οι μεγάλοι πρωταγωνιστές και όλοι μαζί να ξεκινήσουμε για τις γειτονιές μας. Ο Μισαηλίδης, ο Βασιλόπουλος, ο Νικολάου. Ονόματα που μέσα στα χρόνια έγιναν μέρος της ζωής και της καθημερινότητάς μου. Μέχρι που μεγάλωσα. Μια ακόμη εξέδρα φτιάχτηκε απέναντι από την παλιά. Οι δρόμοι ασφαλτοστρώθηκαν, φτιάχτηκαν πεζοδρόμια. Έκλεισε το ρέμα. Στο γήπεδο τοποθετήθηκε χορτάρι. Οι παίκτες έρχονταν πια από άλλες γειτονιές. Άλλες πόλεις. Γίνονταν μεταγραφές. Ήταν ξένοι για εμάς. Το γήπεδο της Κυριακής έπαψε να μυρίζει ούζο και κρασάκι.
Κι εγώ μεγάλωσα».